διακινδύνευε

διακινδύνευε
διακινδυνεύω
run all risks
pres imperat act 2nd sg
διακινδύ̱νευε , διακινδυνεύω
run all risks
pres imperat act 2nd sg
διακινδυνεύω
run all risks
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
διακινδύ̱νευε , διακινδυνεύω
run all risks
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τεθνακοχαλκίδας — ὁ, Α αυτός που θα διακινδύνευε και να πεθάνει για ένα χαλκό νόμισμα, τελείως άφραγκος, εξαθλιωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέθνηκα, παρακμ. τού θνήσκω «πεθαίνω» + χαλκός + κατάλ. ίδης / ίδᾱς] …   Dictionary of Greek

  • Φέρμπανκς, Ντάγκλας — (Fairbahks, 1883 – 1939). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Άρχισε τη σταδιοδρομία του παίζοντας έργα Σαίξπηρ στη Νέα Υόρκη. Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1914. Σε σύντομο χρονικό διάστημα δημιούργησε έναν θρυλικό ήρωα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”